Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Μητέρα Δωρητή Σώματος

Αναστημένα σε ξένο πρόσωπο τα μάτια σου
έκπληκτα γύρω τους κοιτάζουν δίχως μνήμες
κι εμένα αδιάφορα με προσπερνάνε
σα να μη μ' αγάπησαν ποτέ.
Άρρυθμοι οι κτύποι της καρδιάς σου
στο στήθος κάποιου άγνωστου
παράφορα αγωνίζονται
να συμφιλιωθούν με τη δική του τη ζωή.

Πώς έτσι άσπλαχνα με καταδίκασες παιδί μου
μεσ' από σένα ν' αγαπήσω
όλους αυτούς τους υποψήφιους νεκρούς;
Πόσες φορές ακόμα
μαζί τους θα πεθαίνεις λίγο λίγο
και ύστερα
σε πόσους τάφους θα κοιμάται το κορμί σου;

ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΚΟΝΤΑ

Αβαπώ
Στον μικρό Γιώργο

Υπάρχω πάλι γιατί με τα μικρά σου χέρια
αβασάνιστα
όπως αλλάζεις θέση στο αρκουδάκι σου
με μετακίνησες
από τον σκυθρωπό κόσμο της ερημιάς μου
στη χώρα των θαυμάτων σου.

Υπάρχω στα λατρεμένα σύμφωνα που αλλάζεις
λέξεις συνθέτοντας δικές σου
στο «αβαπώ» σου
πιο πολύτιμο
απ’ όσα «αγαπώ» έχουν πετρώσει
στης μνήμης μου το μυστικό τοπίο.

Υπάρχω ακόμη στα δάκρυα
που δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν
στις πυκνές σου βλεφαρίδες
–λόχμες που συγκρατούνε την ορμή τους
όταν βιάζομαι να φύγω–
και τότε αποφασίζω ν’αναβάλω
ακόμα και τον θάνατό μου
έτσι απλά όπως καθυστερώ
για χάρη σου
και την προσωρινή μου αναχώρηση.



Στον ακτινολόγο

Να μαι λοιπόν στο σκοτεινό δωμάτιο
ημίγυμνη να συμμορφώνομαι στις εντολές σου.
Τεντώνομαι, αναδιπλώνομαι.
«Ύπτια τώρα», μου υπαγορεύεις.
Ας μην ερχόμουνα λοιπόν.

Τώρα θα υποστώ την ετυμηγορία
που οι σκελετοί τριγύρω μου φοβούνται.
Την προστατευτική ποδιά κρεμάς
κι αμήχανος σωπαίνεις. Σε συμμερίζομαι.

Λες και δεν έχω νιώσει το χάδι του δυνάστη μου
σ’ όλες τις πόζες
που για χάρη του άλλαζα;
Ή μήπως και δεν έχω αφουγκραστεί
το όνομά του
μεσ’ από τις αδέξιες χειρονομίες σου;

Τίποτα δεν μου λένε όμως
όλες αυτές οι ασπρόμαυρες
φωτογραφίες της συλλογής σου
αφόρητα ίδιες κι αποκρουστικές.

Η σάρκα μου με ντύνει πάλι
όμορφη και μοναδική.
Η σάρκα μου με προστατεύει
κι αναβάλλει.



Στον γύρο του θανάτου
Μνήμη Γιώργου

Έλα να κάνουμε μαζί
τον γύρο του θανάτου.
Ένα μονάχα βήμα σου
από τη χώρα των νεκρών
ένα κι εγώ από δω
θα είμαστε το πιο παράταιρο ζευγάρι.
Ο ίλιγγος. Έλα, η ανάσα μου θα κόβεται
καθώς θα επιταχύνεται ο σφυγμός σου
ο σταματημένος.
Έλα, κανείς δεν θα σε βλέπει
έτσι όπως αόρατος πλάι μου θ’ απαγκιάζεις
κανένας δεν θ’ αφουγκράζεται
βραχνό το γέλιο σου
τους φόβους μου να περιπαίζει.
Παράλογους –έτσι έλεγες–
και μ’ άφησες μόνη να περιμένω.

Έλα, λοιπόν, τώρα που ξέρεις δείξε μου.
Δείξε μου πώς πεθαίνουν!

ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ

Σάρα

Τον γιό μου! Το παιδί μου ξένε!
Ξένε άντρα μου!
Σε μίσησα τόσο πολύ
όσο λατρεύω εκείνο.
Το σπλάχνο μου.
Μήνες εννιά, μέρες διακόσιες εβδομήντα
τριάντα επτά χιλιάδες εκατό λεπτά
κι εκατομμύρια δεύτερα
ήταν μόνο δικό μου.
Τα χνάρια του στην μήτρα μου
σαν τις πατημασιές του στο χώμα της αυλής
θα οργώνουν εσαεί τα σωθικά μου.
Τον λωρο του, τον λώρο εκείνο
θα θελα να τυλίξω ασφυκτικά
γύρω από τον γέρικο, τον αποκρουστικό λαιμό σου.
Ο Θεός! Και πού τον ξέρω τον Θεό;
Θυσία; Γιατί από μένα δεν ετόλμησε;
Κι η σάρκα μου! ετούτο το κορμί
ντρέπομαι που σου χάρισα τόσες φορές
μόνο για μία…
Εκείνη τη μοναδική φορά.
Της σύλληψής του!


Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ


Ι. Χειμερινό ηλιοστάσιο

Ξημερώνοντας η γιορτή σου, Αναστασία
Σκέψου πως διανύσαμε
την πιο μεγάλη νύχτα.
Σκέψου, πόσα και πόσα όνειρα
πασχίζαμε κάποτε να στοιβάξουμε
μες στο πηχτό σκοτάδι
ενώ καραδοκούσε ανελέητο το φως
τόσων και τόσων ημερών κατοπινών
να ματαιώσει.

Κι εμείς φαντάσου
πώς στριμωχτήκαμε
σε μια ζωούλα τόση δα
ενώ το άμεσο μέλλον μας υπονομεύει
η αέναη διάρκεια
Η απειλή; Η υπόσχεση;
της πιο μεγάλης νύχτας.


ΙΙ. Εαρινή Ισημερία

Ήξερε ο Βιβάλντι
ποια εποχή
διάλεξε να υμνήσει περισσότερο.
Ήξερε ο Διάκος
που μοιρολογούσε:
Για δες καιρό που διάλεξε…
Φευγάτη παπαρούνα η ζωή
σμίγει με του κυπαρισσιού τη θαλερότητα
η αιχμηρότητα του αγκαθιού
με το βελούδινο της πασχαλιάς.
Αγάπη, προδοσία, όλα
δίκαιη μοιρασιά
η μέρα με τη νύχτα.


ΙΙΙ. Θερινό ηλιοστάσιο

Αγαπώ και φοβάμαι το φως.
Συνήθως αγαπώ ό,τι φοβάμαι.
Την θάλασσα, τον έρωτα, κυρίως το φως.
Αυτό που δίνει υπόσταση στην λεπτομέρεια.
Όταν ορμάει στο δωμάτιο αδίστακτο
τα πρωινά καθώς δειλά
ανοίγω τα παντζούρια.
Μαζί αισθάνομαι το βλέμμα του Θεού
ν’ απλώνεται στ’ άδυτα της ψυχής μου.
Εκτίθεμαι σ’ εκείνον
όπως η κάμαρα στον ήλιο
βιάζομαι μετά, θέλω να σκοτεινιάσει
να κρυφτώ στον ύπνο μου.
Αυτή τη λειψή νύχτα
ο τρόμος θα ξημερώσει πιο νωρίς
όταν απ’ τα σεντόνια τιναχθώ
ακούγοντας τον ήχο
της γρήγορης ανάσας μου
σαν κτύπος ρολογιού να επαναλαμβάνεται
στο άδειο σπίτι.


ΙV. Φθινοπωρινή ισημερία

Πέφτουν τα φύλλα, πέφτουνε
Ίσως γιατί το δέντρο τόσο τ’ αγαπά.
Ίσως για να τα νοσταλγήσει
όταν γυμνό ριγήσει στα ραπίσματα
του ανελέητου βοριά.
Σε λίγο θα ξεθυμάνει σε κλάμα
ο καύσωνας του Αύγουστου
και χείμαρρος δακρύων θ’ αυλακώσει
το στεγνωμένο πρόσωπο της γης.
Όμως ακόμα είναι καλοκαίρι
Και μια υπόνοια μονάχα ανεπαίσθητη Χειμώνα.
Είναι μεγάλο κρίμα
να την διεκδικούν
με ίσια δικαιώματα
το φως και το σκοτάδι.