Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Πώς έμαθε να κλαίει

Κάποτε η σκιά μου
δεν ήξερε ούτε να γελάει
ούτε να πονά.
Μ' ακολουθούσε μόνο
αφόρητα πιστή.
Διψούσα κι έπινε νερό.
Νύσταζα και κοιμόταν.
Δεν σ' αγαπούσε
αλλά σ' αγκάλιαζε παράφορα.
Στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας
οι δυο μαζί
με τη δική σου τη σκιά
πώς μπερδευόσαστε
σ' ένα θεόρατο κουβάρι σκοτεινό
που άλλαζε σχήματα διαρκώς
ώσπου ησύχαζε.
Ξάφνου κοβότανε στα δύο
και ξανά...
ωσότου κάποτε στον τοίχο
έμεινε μόνο η δική μου η σκιά
μόνη για πάντα.
Και τότε ήτανε
που έμαθε πώς να κλαίει.







Από την ποιητική συλλογή:
ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΣΤΗ ΔΡΕΣΔΗ
ἐκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2004

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Παιχνίδια μεγάλων

Ι. ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ
μνήμη αδελφού μου

Γελούσαν τότε σίγουρα στο πατρικό
παιδιά που παίζανε κρυφτό
Εκείνη όλο τα φύλαγε.
Μετρούσε: ένα… δύο…τρία…
κι ύστερα πάντοτε τον οσμιζότανε
λαγωνικό και πώς να της ξεφύγει!
Ίσως να της το κράτησε
και άντρας πια βρήκε την πιο ιδανική
μοναδική κρυψώνα. Τώρα πάλι μετρά:
ένα… δύο… χρόνια δέκα
τον πιο μικρό της αδελφό:
Νίκησες! Φανερώσου πιά!
φωνάζει και δεν βρίσκει.




ΙΙ. ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ
Φοβού τους Δαναούς
και δώρα φέροντες

Το ξύλινο αλογάκι
λίκνιζε ρυθμικά τις προσδοκίες μου.
Κινήσεις όλο αυτάρκεια
σε μια καμπύλη σιγουριάς.
Δίχως απόκλιση καμιά
η διαδρομή μου.

Τώρα το άλογό μου δίχως αναβάτη
δούρειος ίππος με πολιορκεί στενά
ξεχύνοντας μνήμες αφηνιασμένες
κι έχετε φύγει όλοι εσείς οι Δαναοί
να μην μπορώ να σας ρωτήσω
γιατί μου ξεγελούσατε το μέλλον
δώρα φέροντες.





ΙΙΙ. ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Πούν’το, πούν’ το το δαχτυλίδι
Ψάξε, ψάξε δεν θα το βρεις


Δαχτυλιδάκι της δραχμής
στο πανηγύρι του Άγιου.
Τσίγκος που τον χρυσό καμώνεται
όμως το χέρι σου ήλιος λευκός
πώς το θαμπό πετράδι εξωραϊζει!

Τώρα διαμάντι αληθινό
σκληρά φωτίζει τις φακίδες
στην παλάμη σου, οι φουσκωμένες
φλέβες της μπλαβίζουν, και…

Πούν’το, πούν’το
το λευκό χεράκι, τραγουδάς.
Δεν θα το βρεις, δεν θα το βρεις
αντιγυρίζει άκαρδα η φωνή σου.



IV. ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ
Δεν περνάς κυρά Μαρία
Δεν περνάς! Δεν περνάς!

Έταξε στα λουλούδια της
πριν να τα ξεριζώσουν
μια θέση ωραία στο μπαλκόνι
του τσιμεντένιου μέλλοντος.
Έτσι μέσα στις γλάστρες τους, δικαιωμένοι
σαν κι εμάς φαντάζουν ιδιοκτήτες
στενόχωρων διαμερισμάτων.

Πόσο σε θάμπωσε η προοπτική
μιας λέξης τόσο άγνωστης κυρά-Μαρία;
Πώς θα υπάγεις τώρα, εις τους κήπους;
Αντιβοούνε: Δεν περνάς! Δεν περνάς!
απ’ έξω τα φαντάσματα των δέντρων
μόνιμοι διαρρήκτες πια του παρελθόντος σου.




V. ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Αλάτι ψιλό
αλάτι χοντρό
έχασα τη μάνα μου
και πάω να τη βρω.

Σ’ έχασα λοιπόν έτσι απλά
όπως και στο παιχνίδι
τραγουδώντας σ’ έχασα.
Μου’ λειπες πάντοτε
και τώρα που σε βρίσκω
στον καθρέφτη, αγανακτώ
Στα χρόνια σ’ έφτασα.

Και τραγουδώ
τα μάτια τρίβοντας
μ’ ένα λεπτό κρεμμύδι
γιατί δεν ξέρω, δεν θυμάμαι
τη συνέχεια στο παιχνίδι.

Αλάτι ψιλό
αλάτι χοντρό
Αχ, πώς φοβάμαι μάνα
να’ ρθω να σε βρω.






Από την ποιητική συλλογή
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ
εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1998

Οι θείες

Που πήγανε όλες αυτές οι θείες
που με φιλεύανε γλυκό του κουταλιού
μ'ένα σιρόπι —κλάμα μακρινό—
που κάποιο πένθος διαρκείας
δεν το άφηνε να δέσει
Ονόματα ρουφήχτρες:
Καλλιόπη, Αγλαϊα, Περσεφόνη
που λες τις εξαφάνισαν
μες στις παρωχημένες έννοιές τους
Πώς φύγαν έτσι, μόνο
μ' ένα σύρσιμο απαλό φρρ...φρ...
μιας γκρίζας φούστας άχαρης, μακριάς!
Και πώς αποζητάω τώρα
τα φιλιά που αποστρεφόμουν!
Τρίχες σκληρές, ενστάσεις μιας ζωής
που ξεφυτρώνανε ανεξέλεγκτες
μεσ απ'τις κρεατοελιές τους
αχινοί, μαύρα μου αγκάθια
που με αγκυλώνουν πάλι.





Από της ποιητική συλλογή:
Ο ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1998

Ο πιο μικρος περίπατος

Και ξαφνικά όχι μεσ' απ' τη στολισμένη λιμουζίνα
αλλά σαν μια εκπνοή απ' τα πνευστά
ξεχύθηκε μαζί με το εμβατήριο
ανάλαφρη, εκθαμβωτική η ομορφιά της.
Εκείνος της πρόσφερε διστακτικά το μπράτσο
τις νότες παραλλάσσοντας συνέχεια
μ' εκείνο το μοναδικό πρώτο της κλάμα.


Στο μεταξύ τα δέντρα στη Ριζάρειο
χαμήλωναν και σμίγαν τα κλαριά τους
αψίδα σχηματίζοντας για να περάσει.
Τι ατέλειωτοι περίπατοι στα πάρκα
το ροζ μωρό του σίγουρο στο καροτσάκι
κι αργότερα στα ξύλινα αλογάκια
που γυροφέρναν τόσο βέβαιο το παρελθόν.

Για μια στιγμή σταμάτησε
όμως εκείνη μεσ στα τούλια της
αέρινη πετούσε πεταλούδα να φτάσει
το μοναδικό λουλούδι στο μαύρο πέτο
ακίνητο στην είσοδο της εκκλησίας
"Ἑγκαταλείψει...και προσκολληθήσεται..."
θα επικύρωνε σε λίγο ο ιερέας
Έκανε πάλι να τη συγκρατήσει

Σε λίγο τα χειροκροτήματα σωπάσαν
για ν' ακούσουν εκείνο το φιλί
που θ' άλλαζε για πάντα τ' όνομά της
Εκείνη βιαστικά άλλαξε μπράτσο
μπαίνοντας στο ναό
ενώ αυτός έμεινε πίσω αφηρημένος
να κοιτάζει τον πορφυρένιο τάπητα
και να μετρά ξανά και πάλι τα βήματά τους
στον τελευταίο τους εκείνο
τον πιο μικρό περίπατο.







Από την ποιητική συλλογή:
Ο ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ, εκδ. Πλανόδιον,Αθήνα 1998

Θεσσαλονίκη - Αθήνα



ΌΤΑΝ ΔΕΝ ΜΙΛΑΓΕ χα­μο­γε­λοῦσε κι ἦταν πά­λι σὰ νὰ μί­λα­γε, μ’ ἐκεῖνο τὸ τζο­κό­ντειο, αἰνιγ­μα­τικὸ χα­μό­γελό της, μισὸ ὑπε­ρο­ψί­α, μισὸ συ­γκα­τά­βα­ση. Σὰν συ­νο­δεί­α, σὲ χα­μηλὴ ἔντα­ση, ἐναλ­λάσ­σο­νταν ἀδιά­κο­πα οἱ φωνὲς τῶν τριῶν με­γά­λων: Pavarotti, Domingo, Carreras. Πά­σχι­ζε, μὲ φα­να­τι­σμὸ σχε­δόν, νὰ μὲ βο­η­θή­σει νὰ δια­κρί­νω τὶς φω­νές τους, ποὺ διαρ­κῶς μπέρ­δευα καὶ ὕστε­ρα σὲ κά­θε τρα­γού­δι ποὺ ἄλλα­ζε, μὲ τσε­κά­ρι­ζε ρωτώ­ντας με γιὰ τὸν ἑκά­στο­τε ἑρμη­νευ­τή.
Ἐγὼ δὲν μπο­ροῦσα διό­λου νὰ συ­γκεντρωθῶ, δὲν μ’ ἔνοια­ζε ἐξάλ­λου. Πα­ρα­κο­λου­θοῦσα μό­νο μὲ μισὸ μάτι τὶς ἐκφρά­σεις της: τὴν ἀγα­νά­κτη­σή της γιὰ τὴν ἀνε­πάρ­κειά μου, τὴν ἱκα­νο­ποί­η­ση, ὅταν τυ­χαί­ως ἀνα­κά­λυ­πτα τὸν τρα­γου­δι­στή, τὸν φό­βο της, ὅταν πα­τοῦσα πιὸ πολὺ τὸ γκά­ζι στὶς στρο­φές. Ἤξε­ρα τό­τε πὼς οἱ κό­ρες τῶν πα­ρά­ξε­νων μα­τιῶν της δια­στέλ­λο­νταν καὶ πὼς πα­τοῦσε φρέ­νο στὸν ἀέ­ρα μὲ τὸ δε­ξί της πο­δα­ρά­κι.
Θεσ­σα­λο­νί­κη-Ἀθή­να, πλη­σιά­ζα­με κιό­λας στὴν Στυ­λί­δα. Ἤθε­λα νὰ πατή­σω φρέ­νο, νὰ τὴν πά­ρω ἀγκα­λιά, νὰ τὴν φι­λή­σω. Μὰ ἦταν τό­σο ἀπόμα­κρη κι ἂς ἤτα­νε τό­σο κο­ντά μου, μι­σο­ξα­πλω­μέ­νη. «Νὰ πιοῦμε ἕνα κα­φέ, νὰ στυ­λω­θοῦμε», πρό­τει­να καὶ φυ­σικὰ συμ­φώ­νη­σε. Δὲν ἤθελα στ’ ἀλή­θεια κα­φέ, πιὸ πολὺ ἤθε­λα νὰ τὴν δῶ νὰ περ­πα­τά­ει μ’ ἐκεῖνο τὸ ἀνά­λα­φρο, ἐλα­φί­σιο βῆμα, κυ­ρί­ως νὰ κα­θυ­στε­ρή­σω, ὅσο μ’ ἔπαιρ­νε, τὸ τε­λευ­ταῖο ἐκεῖνο τα­ξί­δι μας. «Πά­ει κι αὐτό, τε­λείω­σε, ὅλα ἀλλά­ζουν ἀπὸ δῶ καὶ πέ­ρα», εἶπε πί­νο­ντας τὴν τε­λευταί­α γου­λιά τοῦ ἐσπρέ­σο της. «Πη­γαί­νου­με;» πρό­σθε­σε μετὰ πιὸ ζω­η­ρά.
Ἡ ἀλή­θεια εἶναι πώς, ἐκεί­νη τὴν ἴδια ὥρα, σκε­φτό­μουν πὼς ἡ ἀπο­μό­νω­σή μας στὸ αὐτο­κί­νη­το μὲ ξε­γε­λοῦσε, τὴν ἔνιω­θα πιὸ δι­κή μου, παρὰ σ’ αὐτὸ τὸ κα­φε­νεῖο μὲ τὸν πε­ρί­γυ­ρο αὐτόν, ποὺ γέ­λα­γε, ἔτρω­γε, ἔπι­νε ἀγνο­ώ­ντας τὴν θλί­ψη καὶ τὴν τα­ρα­χή μου.
—Vincero!…— Ἐπέ­με­νε ὁ τε­νό­ρος στὸ με­γά­φω­νο, εἴχα­με φθά­σει κιό­λας στὶς στροφὲς τῆς Ὑλί­κης κι ἄρχι­σα νὰ χα­μη­λώ­νω τα­χύ­τητα. Μὲ κοί­τα­ξε πα­ρά­ξε­να. Συ­νή­θως ἐκεί­νη μὲ πα­ρα­κα­λοῦσε νὰ μὴν τρέ­χω. Αὐτό­μα­τα πά­τη­σα γκά­ζι. Ἔκλει­σε τὰ μά­τια της. Ἤξε­ρα πὼς δὲν κοι­μό­ταν. —Una furtiva lagrima!— τ’ ἀγα­πη­μέ­νο της. Δυ­νά­μω­σε τὴν ἔντα­ση. «Ποιός;» εἶπε πο­νη­ρά. Δὲν ἀπά­ντη­σα. Πο­νοῦσα, σχεδὸν ἀφό­ρη­τα πο­νοῦσα. Ἐκεῖνος, ὁποιοσ­δή­πο­τε κι ἄν ἢταν, συ­νέ­χι­σε νὰ τρα­γουδᾶ. —Nessun dorma!— «Κι οἱ τρεῖς με­γά­λοι μαζὶ τώ­ρα», ξα­να­εῖπε. Ἡ ἀλή­θεια εἶναι πὼς εἶχα μυ­η­θεῖ στὶς μου­σι­κές της προ­τι­μή­σεις καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὴν κουλ­τού­ρα της τ’ ἀτέ­λειω­τα χι­λιό­με­τρα ποὺ εἴχα­με δια­νύ­σει συ­ζη­τώ­ντας κι ἀκού­γο­ντας τὰ δι­κά της πά­ντο­τε CD. Τώ­ρα ὅμως εἶχα πει­σμώ­σει. Μὰ δὲν τὴν ἀπα­σχο­λοῦσε λοιπὸν τί­πο­τε, τί­πο­τε ἄλλο; Οὔτε κὰν ὁ και­ρός, ποὺ συμ­με­ρι­ζό­με­νος τὸν πό­νο μου, βαρὺς καὶ σκυ­θρωπὸς προ­μή­νυε κα­ται­γί­δα. Στὸ με­ταξὺ ἄρχι­σε νὰ ψι­χα­λί­ζει. Ἐκεῖνο τὸ σι­γανὸ ψι­χά­λι­σμα ποὺ σ’ ἐκνευ­ρί­ζει, κυ­ρί­ως ὅταν ὁδη­γεῖς. Τῆς ἔρρι­ξα πά­λι μιὰ φευ­γα­λέ­α μα­τιά. Ἦταν τε­λεί­ως ἀτη­μέ­λη­τη. Ἕνα φου­στά­κι τζήν, ἕνα βαμ­βα­κε­ρό ἄσπρο μπλου­ζά­κι καὶ τὰ μαλ­λιά της ξέ­πλε­κα, λυ­τά. Σὲ ποιὰν ἔκστα­ση ἐπά­νω, σὲ χορὸ μα­γικὸ μπορεῖ ἕνα τέ­τοιο πλά­σμα νὰ γεν­νή­θη­κε;… κι ἐγὼ ὁ τυ­χε­ρός ποὺ τό ‘χει δεῖ. Ἀπὸ μιὰ ἄπο­ψη, δὲν λέ­ω, ἤμουν τυ­χερὸς ποὺ τὴν γνώρι­σα κι ἂς τὴν ἔχα­να τώ­ρα, τὶς ἀνα­μνή­σεις κα­νέ­νας δὲν θὰ μοῦ τίς ἔπαιρ­νε, μὰ γιατὶ τὸ τρα­γού­δι νά ‘ναι λυ­πη­τε­ρό, στ’ αὐτιά μου στρι­φο­γύ­ρι­ζαν οἱ στί­χοι τοῦ δι­κοῦ μας, κα­τα­δι­κοῦ μας Πα­πά­ζο­γλου, ἀλλὰ δὲν τόλ­μη­σα νὰ μι­λή­σω.
Στὰ διό­δια τῶν Ἀφιδνῶν: «Ὄμορ­φα ἤτα­νε, πό­σα χρό­νια τρί­α, τέσ­σε­ρα;» ψι­θύ­ρι­σε. Δὲν ἦταν οὔτε δύ­ο χρό­νια καλὰ-κα­λά, ἀλλὰ δὲν ἤθε­λα νὰ τὴν δια­ψεύ­σω. —Γρα­νά­δα, ave Maria— καὶ τὰ σχε­τι­κά. Στὴν ἔξο­δο τῆς Κη­φι­σιᾶς θ’ ἀφή­να­με τὴν ἐθνι­κή. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ μοῦ ‘ρθε νὰ πα­ρα­τή­σω τὸ τι­μό­νι, νὰ χώ­σω τὰ δά­χτυλά μου στὰ ὑπέ­ρο­χα μαλ­λιά της καὶ νὰ τῆς φω­νά­ξω κα­τά­φα­τσα πὼς δὲν ἀντέ­χω ποὺ τὴν χά­νω. Πλη­σιά­ζα­με, πλη­σιά­ζα­με ἀφό­ρη­τα, ἐγὼ θὰ γύ­ρι­ζα ἀμέ­σως στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἐκεί­νη με­τα­κό­μι­ζε ὁρι­στι­κά στὴν Ἀθή­να.
—Time to say goodbye!— Βαλ­τός ἦταν κι αὐτός; Μᾶλλον ἐκεί­νη τὄβα­λε ἐπί­τη­δες, νὰ μὲ ἀπο­τρε­λά­νει: «Ὁ Pavarotti», εἶπα βια­στικὰ. Εἴχα­με φτά­σει. Βγῆκα νὰ τῆς ἀνοίξω τὴν πόρ­τα. Μοῦ ‘σφι­ξε τὸ χέ­ρι γλι­στρώ­ντας μου μὲ τρό­πο δύ­ο χαρ­το­νομί­σμα­τα. Ἔκα­να νὰ δια­μαρ­τυ­ρηθῶ. Ὄχι, του­λά­χι­στον ὄχι αὐτήν τήν τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Ἐξάλ­λου δὲν εἶχα πά­ρει ἄλλους ἐπι­βά­τες μὲ τὴν ἐλπί­δα, τὴν ὕστα­τη ἐλπί­δα νὰ μπο­ρέ­σω ἐπι­τέ­λους νὰ τῆς ἐκμυ­στη­ρευθῶ τὰ αἰσθή­μα­τά μου. Ὅμως γι’ αὐτήν δὲν ἤμου­να παρὰ ὁ κουλ­του­ριά­ρης τα­ξι­τζῆς, ποὺ τὴν πη­γαι­νο­έ­φερ­νε Θεσ­σα­λο­νί­κη-Ἀ­θήνα, του­λά­χι­στον μί­α φο­ρά τὴν ἑβδο­μά­δα. Μοῦ ‘σφι­ξε πά­λι τὸ χέ­ρι: «Τὰ ρέ­στα δι­κά σου», φώ­να­ξε φεύ­γο­ντας.

Το ταγκό

Το ταγκό είναι μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται, είπε.
Ειν' ένας καταδικασμένος έρωτας, μι' αγάπη απαγορευμένη.
Δυο βήματα μπροστά να φύγεις, να ξεφύγεις.
Ενδοιασμοί; Ένα: Γυρίζεις πίσω.
Ξανά δυο βήματα αποφασίζεις.
Νοσταλγία; Ενοχές;
Ένα βήμα στο χτες.
Αναποφάσιστα λικνίζεσαι κι έτσι ποτέ
σχεδόν δεν φτάνεις
κι όλο πονάς και διστάζεις
όταν χορεύεις ταγκό.







Από την ποιητική συλλογή:
"Απόπειρα τοπίου", Εκδ. Ερμείας, Αθήνα 1994