Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Μητέρα Δωρητή Σώματος

Αναστημένα σε ξένο πρόσωπο τα μάτια σου
έκπληκτα γύρω τους κοιτάζουν δίχως μνήμες
κι εμένα αδιάφορα με προσπερνάνε
σα να μη μ' αγάπησαν ποτέ.
Άρρυθμοι οι κτύποι της καρδιάς σου
στο στήθος κάποιου άγνωστου
παράφορα αγωνίζονται
να συμφιλιωθούν με τη δική του τη ζωή.

Πώς έτσι άσπλαχνα με καταδίκασες παιδί μου
μεσ' από σένα ν' αγαπήσω
όλους αυτούς τους υποψήφιους νεκρούς;
Πόσες φορές ακόμα
μαζί τους θα πεθαίνεις λίγο λίγο
και ύστερα
σε πόσους τάφους θα κοιμάται το κορμί σου;

ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΚΟΝΤΑ

Αβαπώ
Στον μικρό Γιώργο

Υπάρχω πάλι γιατί με τα μικρά σου χέρια
αβασάνιστα
όπως αλλάζεις θέση στο αρκουδάκι σου
με μετακίνησες
από τον σκυθρωπό κόσμο της ερημιάς μου
στη χώρα των θαυμάτων σου.

Υπάρχω στα λατρεμένα σύμφωνα που αλλάζεις
λέξεις συνθέτοντας δικές σου
στο «αβαπώ» σου
πιο πολύτιμο
απ’ όσα «αγαπώ» έχουν πετρώσει
στης μνήμης μου το μυστικό τοπίο.

Υπάρχω ακόμη στα δάκρυα
που δροσοσταλίδες λαμπυρίζουν
στις πυκνές σου βλεφαρίδες
–λόχμες που συγκρατούνε την ορμή τους
όταν βιάζομαι να φύγω–
και τότε αποφασίζω ν’αναβάλω
ακόμα και τον θάνατό μου
έτσι απλά όπως καθυστερώ
για χάρη σου
και την προσωρινή μου αναχώρηση.



Στον ακτινολόγο

Να μαι λοιπόν στο σκοτεινό δωμάτιο
ημίγυμνη να συμμορφώνομαι στις εντολές σου.
Τεντώνομαι, αναδιπλώνομαι.
«Ύπτια τώρα», μου υπαγορεύεις.
Ας μην ερχόμουνα λοιπόν.

Τώρα θα υποστώ την ετυμηγορία
που οι σκελετοί τριγύρω μου φοβούνται.
Την προστατευτική ποδιά κρεμάς
κι αμήχανος σωπαίνεις. Σε συμμερίζομαι.

Λες και δεν έχω νιώσει το χάδι του δυνάστη μου
σ’ όλες τις πόζες
που για χάρη του άλλαζα;
Ή μήπως και δεν έχω αφουγκραστεί
το όνομά του
μεσ’ από τις αδέξιες χειρονομίες σου;

Τίποτα δεν μου λένε όμως
όλες αυτές οι ασπρόμαυρες
φωτογραφίες της συλλογής σου
αφόρητα ίδιες κι αποκρουστικές.

Η σάρκα μου με ντύνει πάλι
όμορφη και μοναδική.
Η σάρκα μου με προστατεύει
κι αναβάλλει.



Στον γύρο του θανάτου
Μνήμη Γιώργου

Έλα να κάνουμε μαζί
τον γύρο του θανάτου.
Ένα μονάχα βήμα σου
από τη χώρα των νεκρών
ένα κι εγώ από δω
θα είμαστε το πιο παράταιρο ζευγάρι.
Ο ίλιγγος. Έλα, η ανάσα μου θα κόβεται
καθώς θα επιταχύνεται ο σφυγμός σου
ο σταματημένος.
Έλα, κανείς δεν θα σε βλέπει
έτσι όπως αόρατος πλάι μου θ’ απαγκιάζεις
κανένας δεν θ’ αφουγκράζεται
βραχνό το γέλιο σου
τους φόβους μου να περιπαίζει.
Παράλογους –έτσι έλεγες–
και μ’ άφησες μόνη να περιμένω.

Έλα, λοιπόν, τώρα που ξέρεις δείξε μου.
Δείξε μου πώς πεθαίνουν!

ΑΜΦΙΔΡΟΜΗ ΕΛΞΗ

Σάρα

Τον γιό μου! Το παιδί μου ξένε!
Ξένε άντρα μου!
Σε μίσησα τόσο πολύ
όσο λατρεύω εκείνο.
Το σπλάχνο μου.
Μήνες εννιά, μέρες διακόσιες εβδομήντα
τριάντα επτά χιλιάδες εκατό λεπτά
κι εκατομμύρια δεύτερα
ήταν μόνο δικό μου.
Τα χνάρια του στην μήτρα μου
σαν τις πατημασιές του στο χώμα της αυλής
θα οργώνουν εσαεί τα σωθικά μου.
Τον λωρο του, τον λώρο εκείνο
θα θελα να τυλίξω ασφυκτικά
γύρω από τον γέρικο, τον αποκρουστικό λαιμό σου.
Ο Θεός! Και πού τον ξέρω τον Θεό;
Θυσία; Γιατί από μένα δεν ετόλμησε;
Κι η σάρκα μου! ετούτο το κορμί
ντρέπομαι που σου χάρισα τόσες φορές
μόνο για μία…
Εκείνη τη μοναδική φορά.
Της σύλληψής του!


Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ


Ι. Χειμερινό ηλιοστάσιο

Ξημερώνοντας η γιορτή σου, Αναστασία
Σκέψου πως διανύσαμε
την πιο μεγάλη νύχτα.
Σκέψου, πόσα και πόσα όνειρα
πασχίζαμε κάποτε να στοιβάξουμε
μες στο πηχτό σκοτάδι
ενώ καραδοκούσε ανελέητο το φως
τόσων και τόσων ημερών κατοπινών
να ματαιώσει.

Κι εμείς φαντάσου
πώς στριμωχτήκαμε
σε μια ζωούλα τόση δα
ενώ το άμεσο μέλλον μας υπονομεύει
η αέναη διάρκεια
Η απειλή; Η υπόσχεση;
της πιο μεγάλης νύχτας.


ΙΙ. Εαρινή Ισημερία

Ήξερε ο Βιβάλντι
ποια εποχή
διάλεξε να υμνήσει περισσότερο.
Ήξερε ο Διάκος
που μοιρολογούσε:
Για δες καιρό που διάλεξε…
Φευγάτη παπαρούνα η ζωή
σμίγει με του κυπαρισσιού τη θαλερότητα
η αιχμηρότητα του αγκαθιού
με το βελούδινο της πασχαλιάς.
Αγάπη, προδοσία, όλα
δίκαιη μοιρασιά
η μέρα με τη νύχτα.


ΙΙΙ. Θερινό ηλιοστάσιο

Αγαπώ και φοβάμαι το φως.
Συνήθως αγαπώ ό,τι φοβάμαι.
Την θάλασσα, τον έρωτα, κυρίως το φως.
Αυτό που δίνει υπόσταση στην λεπτομέρεια.
Όταν ορμάει στο δωμάτιο αδίστακτο
τα πρωινά καθώς δειλά
ανοίγω τα παντζούρια.
Μαζί αισθάνομαι το βλέμμα του Θεού
ν’ απλώνεται στ’ άδυτα της ψυχής μου.
Εκτίθεμαι σ’ εκείνον
όπως η κάμαρα στον ήλιο
βιάζομαι μετά, θέλω να σκοτεινιάσει
να κρυφτώ στον ύπνο μου.
Αυτή τη λειψή νύχτα
ο τρόμος θα ξημερώσει πιο νωρίς
όταν απ’ τα σεντόνια τιναχθώ
ακούγοντας τον ήχο
της γρήγορης ανάσας μου
σαν κτύπος ρολογιού να επαναλαμβάνεται
στο άδειο σπίτι.


ΙV. Φθινοπωρινή ισημερία

Πέφτουν τα φύλλα, πέφτουνε
Ίσως γιατί το δέντρο τόσο τ’ αγαπά.
Ίσως για να τα νοσταλγήσει
όταν γυμνό ριγήσει στα ραπίσματα
του ανελέητου βοριά.
Σε λίγο θα ξεθυμάνει σε κλάμα
ο καύσωνας του Αύγουστου
και χείμαρρος δακρύων θ’ αυλακώσει
το στεγνωμένο πρόσωπο της γης.
Όμως ακόμα είναι καλοκαίρι
Και μια υπόνοια μονάχα ανεπαίσθητη Χειμώνα.
Είναι μεγάλο κρίμα
να την διεκδικούν
με ίσια δικαιώματα
το φως και το σκοτάδι.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Πώς έμαθε να κλαίει

Κάποτε η σκιά μου
δεν ήξερε ούτε να γελάει
ούτε να πονά.
Μ' ακολουθούσε μόνο
αφόρητα πιστή.
Διψούσα κι έπινε νερό.
Νύσταζα και κοιμόταν.
Δεν σ' αγαπούσε
αλλά σ' αγκάλιαζε παράφορα.
Στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας
οι δυο μαζί
με τη δική σου τη σκιά
πώς μπερδευόσαστε
σ' ένα θεόρατο κουβάρι σκοτεινό
που άλλαζε σχήματα διαρκώς
ώσπου ησύχαζε.
Ξάφνου κοβότανε στα δύο
και ξανά...
ωσότου κάποτε στον τοίχο
έμεινε μόνο η δική μου η σκιά
μόνη για πάντα.
Και τότε ήτανε
που έμαθε πώς να κλαίει.







Από την ποιητική συλλογή:
ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΣΤΗ ΔΡΕΣΔΗ
ἐκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2004

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Παιχνίδια μεγάλων

Ι. ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ
μνήμη αδελφού μου

Γελούσαν τότε σίγουρα στο πατρικό
παιδιά που παίζανε κρυφτό
Εκείνη όλο τα φύλαγε.
Μετρούσε: ένα… δύο…τρία…
κι ύστερα πάντοτε τον οσμιζότανε
λαγωνικό και πώς να της ξεφύγει!
Ίσως να της το κράτησε
και άντρας πια βρήκε την πιο ιδανική
μοναδική κρυψώνα. Τώρα πάλι μετρά:
ένα… δύο… χρόνια δέκα
τον πιο μικρό της αδελφό:
Νίκησες! Φανερώσου πιά!
φωνάζει και δεν βρίσκει.




ΙΙ. ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΜΟΥ
Φοβού τους Δαναούς
και δώρα φέροντες

Το ξύλινο αλογάκι
λίκνιζε ρυθμικά τις προσδοκίες μου.
Κινήσεις όλο αυτάρκεια
σε μια καμπύλη σιγουριάς.
Δίχως απόκλιση καμιά
η διαδρομή μου.

Τώρα το άλογό μου δίχως αναβάτη
δούρειος ίππος με πολιορκεί στενά
ξεχύνοντας μνήμες αφηνιασμένες
κι έχετε φύγει όλοι εσείς οι Δαναοί
να μην μπορώ να σας ρωτήσω
γιατί μου ξεγελούσατε το μέλλον
δώρα φέροντες.





ΙΙΙ. ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Πούν’το, πούν’ το το δαχτυλίδι
Ψάξε, ψάξε δεν θα το βρεις


Δαχτυλιδάκι της δραχμής
στο πανηγύρι του Άγιου.
Τσίγκος που τον χρυσό καμώνεται
όμως το χέρι σου ήλιος λευκός
πώς το θαμπό πετράδι εξωραϊζει!

Τώρα διαμάντι αληθινό
σκληρά φωτίζει τις φακίδες
στην παλάμη σου, οι φουσκωμένες
φλέβες της μπλαβίζουν, και…

Πούν’το, πούν’το
το λευκό χεράκι, τραγουδάς.
Δεν θα το βρεις, δεν θα το βρεις
αντιγυρίζει άκαρδα η φωνή σου.



IV. ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ
Δεν περνάς κυρά Μαρία
Δεν περνάς! Δεν περνάς!

Έταξε στα λουλούδια της
πριν να τα ξεριζώσουν
μια θέση ωραία στο μπαλκόνι
του τσιμεντένιου μέλλοντος.
Έτσι μέσα στις γλάστρες τους, δικαιωμένοι
σαν κι εμάς φαντάζουν ιδιοκτήτες
στενόχωρων διαμερισμάτων.

Πόσο σε θάμπωσε η προοπτική
μιας λέξης τόσο άγνωστης κυρά-Μαρία;
Πώς θα υπάγεις τώρα, εις τους κήπους;
Αντιβοούνε: Δεν περνάς! Δεν περνάς!
απ’ έξω τα φαντάσματα των δέντρων
μόνιμοι διαρρήκτες πια του παρελθόντος σου.




V. ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Αλάτι ψιλό
αλάτι χοντρό
έχασα τη μάνα μου
και πάω να τη βρω.

Σ’ έχασα λοιπόν έτσι απλά
όπως και στο παιχνίδι
τραγουδώντας σ’ έχασα.
Μου’ λειπες πάντοτε
και τώρα που σε βρίσκω
στον καθρέφτη, αγανακτώ
Στα χρόνια σ’ έφτασα.

Και τραγουδώ
τα μάτια τρίβοντας
μ’ ένα λεπτό κρεμμύδι
γιατί δεν ξέρω, δεν θυμάμαι
τη συνέχεια στο παιχνίδι.

Αλάτι ψιλό
αλάτι χοντρό
Αχ, πώς φοβάμαι μάνα
να’ ρθω να σε βρω.






Από την ποιητική συλλογή
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ
εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1998

Οι θείες

Που πήγανε όλες αυτές οι θείες
που με φιλεύανε γλυκό του κουταλιού
μ'ένα σιρόπι —κλάμα μακρινό—
που κάποιο πένθος διαρκείας
δεν το άφηνε να δέσει
Ονόματα ρουφήχτρες:
Καλλιόπη, Αγλαϊα, Περσεφόνη
που λες τις εξαφάνισαν
μες στις παρωχημένες έννοιές τους
Πώς φύγαν έτσι, μόνο
μ' ένα σύρσιμο απαλό φρρ...φρ...
μιας γκρίζας φούστας άχαρης, μακριάς!
Και πώς αποζητάω τώρα
τα φιλιά που αποστρεφόμουν!
Τρίχες σκληρές, ενστάσεις μιας ζωής
που ξεφυτρώνανε ανεξέλεγκτες
μεσ απ'τις κρεατοελιές τους
αχινοί, μαύρα μου αγκάθια
που με αγκυλώνουν πάλι.





Από της ποιητική συλλογή:
Ο ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

εκδ. Πλανόδιον, Αθήνα 1998

Ο πιο μικρος περίπατος

Και ξαφνικά όχι μεσ' απ' τη στολισμένη λιμουζίνα
αλλά σαν μια εκπνοή απ' τα πνευστά
ξεχύθηκε μαζί με το εμβατήριο
ανάλαφρη, εκθαμβωτική η ομορφιά της.
Εκείνος της πρόσφερε διστακτικά το μπράτσο
τις νότες παραλλάσσοντας συνέχεια
μ' εκείνο το μοναδικό πρώτο της κλάμα.


Στο μεταξύ τα δέντρα στη Ριζάρειο
χαμήλωναν και σμίγαν τα κλαριά τους
αψίδα σχηματίζοντας για να περάσει.
Τι ατέλειωτοι περίπατοι στα πάρκα
το ροζ μωρό του σίγουρο στο καροτσάκι
κι αργότερα στα ξύλινα αλογάκια
που γυροφέρναν τόσο βέβαιο το παρελθόν.

Για μια στιγμή σταμάτησε
όμως εκείνη μεσ στα τούλια της
αέρινη πετούσε πεταλούδα να φτάσει
το μοναδικό λουλούδι στο μαύρο πέτο
ακίνητο στην είσοδο της εκκλησίας
"Ἑγκαταλείψει...και προσκολληθήσεται..."
θα επικύρωνε σε λίγο ο ιερέας
Έκανε πάλι να τη συγκρατήσει

Σε λίγο τα χειροκροτήματα σωπάσαν
για ν' ακούσουν εκείνο το φιλί
που θ' άλλαζε για πάντα τ' όνομά της
Εκείνη βιαστικά άλλαξε μπράτσο
μπαίνοντας στο ναό
ενώ αυτός έμεινε πίσω αφηρημένος
να κοιτάζει τον πορφυρένιο τάπητα
και να μετρά ξανά και πάλι τα βήματά τους
στον τελευταίο τους εκείνο
τον πιο μικρό περίπατο.







Από την ποιητική συλλογή:
Ο ΠΙΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ, εκδ. Πλανόδιον,Αθήνα 1998

Θεσσαλονίκη - Αθήνα



ΌΤΑΝ ΔΕΝ ΜΙΛΑΓΕ χα­μο­γε­λοῦσε κι ἦταν πά­λι σὰ νὰ μί­λα­γε, μ’ ἐκεῖνο τὸ τζο­κό­ντειο, αἰνιγ­μα­τικὸ χα­μό­γελό της, μισὸ ὑπε­ρο­ψί­α, μισὸ συ­γκα­τά­βα­ση. Σὰν συ­νο­δεί­α, σὲ χα­μηλὴ ἔντα­ση, ἐναλ­λάσ­σο­νταν ἀδιά­κο­πα οἱ φωνὲς τῶν τριῶν με­γά­λων: Pavarotti, Domingo, Carreras. Πά­σχι­ζε, μὲ φα­να­τι­σμὸ σχε­δόν, νὰ μὲ βο­η­θή­σει νὰ δια­κρί­νω τὶς φω­νές τους, ποὺ διαρ­κῶς μπέρ­δευα καὶ ὕστε­ρα σὲ κά­θε τρα­γού­δι ποὺ ἄλλα­ζε, μὲ τσε­κά­ρι­ζε ρωτώ­ντας με γιὰ τὸν ἑκά­στο­τε ἑρμη­νευ­τή.
Ἐγὼ δὲν μπο­ροῦσα διό­λου νὰ συ­γκεντρωθῶ, δὲν μ’ ἔνοια­ζε ἐξάλ­λου. Πα­ρα­κο­λου­θοῦσα μό­νο μὲ μισὸ μάτι τὶς ἐκφρά­σεις της: τὴν ἀγα­νά­κτη­σή της γιὰ τὴν ἀνε­πάρ­κειά μου, τὴν ἱκα­νο­ποί­η­ση, ὅταν τυ­χαί­ως ἀνα­κά­λυ­πτα τὸν τρα­γου­δι­στή, τὸν φό­βο της, ὅταν πα­τοῦσα πιὸ πολὺ τὸ γκά­ζι στὶς στρο­φές. Ἤξε­ρα τό­τε πὼς οἱ κό­ρες τῶν πα­ρά­ξε­νων μα­τιῶν της δια­στέλ­λο­νταν καὶ πὼς πα­τοῦσε φρέ­νο στὸν ἀέ­ρα μὲ τὸ δε­ξί της πο­δα­ρά­κι.
Θεσ­σα­λο­νί­κη-Ἀθή­να, πλη­σιά­ζα­με κιό­λας στὴν Στυ­λί­δα. Ἤθε­λα νὰ πατή­σω φρέ­νο, νὰ τὴν πά­ρω ἀγκα­λιά, νὰ τὴν φι­λή­σω. Μὰ ἦταν τό­σο ἀπόμα­κρη κι ἂς ἤτα­νε τό­σο κο­ντά μου, μι­σο­ξα­πλω­μέ­νη. «Νὰ πιοῦμε ἕνα κα­φέ, νὰ στυ­λω­θοῦμε», πρό­τει­να καὶ φυ­σικὰ συμ­φώ­νη­σε. Δὲν ἤθελα στ’ ἀλή­θεια κα­φέ, πιὸ πολὺ ἤθε­λα νὰ τὴν δῶ νὰ περ­πα­τά­ει μ’ ἐκεῖνο τὸ ἀνά­λα­φρο, ἐλα­φί­σιο βῆμα, κυ­ρί­ως νὰ κα­θυ­στε­ρή­σω, ὅσο μ’ ἔπαιρ­νε, τὸ τε­λευ­ταῖο ἐκεῖνο τα­ξί­δι μας. «Πά­ει κι αὐτό, τε­λείω­σε, ὅλα ἀλλά­ζουν ἀπὸ δῶ καὶ πέ­ρα», εἶπε πί­νο­ντας τὴν τε­λευταί­α γου­λιά τοῦ ἐσπρέ­σο της. «Πη­γαί­νου­με;» πρό­σθε­σε μετὰ πιὸ ζω­η­ρά.
Ἡ ἀλή­θεια εἶναι πώς, ἐκεί­νη τὴν ἴδια ὥρα, σκε­φτό­μουν πὼς ἡ ἀπο­μό­νω­σή μας στὸ αὐτο­κί­νη­το μὲ ξε­γε­λοῦσε, τὴν ἔνιω­θα πιὸ δι­κή μου, παρὰ σ’ αὐτὸ τὸ κα­φε­νεῖο μὲ τὸν πε­ρί­γυ­ρο αὐτόν, ποὺ γέ­λα­γε, ἔτρω­γε, ἔπι­νε ἀγνο­ώ­ντας τὴν θλί­ψη καὶ τὴν τα­ρα­χή μου.
—Vincero!…— Ἐπέ­με­νε ὁ τε­νό­ρος στὸ με­γά­φω­νο, εἴχα­με φθά­σει κιό­λας στὶς στροφὲς τῆς Ὑλί­κης κι ἄρχι­σα νὰ χα­μη­λώ­νω τα­χύ­τητα. Μὲ κοί­τα­ξε πα­ρά­ξε­να. Συ­νή­θως ἐκεί­νη μὲ πα­ρα­κα­λοῦσε νὰ μὴν τρέ­χω. Αὐτό­μα­τα πά­τη­σα γκά­ζι. Ἔκλει­σε τὰ μά­τια της. Ἤξε­ρα πὼς δὲν κοι­μό­ταν. —Una furtiva lagrima!— τ’ ἀγα­πη­μέ­νο της. Δυ­νά­μω­σε τὴν ἔντα­ση. «Ποιός;» εἶπε πο­νη­ρά. Δὲν ἀπά­ντη­σα. Πο­νοῦσα, σχεδὸν ἀφό­ρη­τα πο­νοῦσα. Ἐκεῖνος, ὁποιοσ­δή­πο­τε κι ἄν ἢταν, συ­νέ­χι­σε νὰ τρα­γουδᾶ. —Nessun dorma!— «Κι οἱ τρεῖς με­γά­λοι μαζὶ τώ­ρα», ξα­να­εῖπε. Ἡ ἀλή­θεια εἶναι πὼς εἶχα μυ­η­θεῖ στὶς μου­σι­κές της προ­τι­μή­σεις καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὴν κουλ­τού­ρα της τ’ ἀτέ­λειω­τα χι­λιό­με­τρα ποὺ εἴχα­με δια­νύ­σει συ­ζη­τώ­ντας κι ἀκού­γο­ντας τὰ δι­κά της πά­ντο­τε CD. Τώ­ρα ὅμως εἶχα πει­σμώ­σει. Μὰ δὲν τὴν ἀπα­σχο­λοῦσε λοιπὸν τί­πο­τε, τί­πο­τε ἄλλο; Οὔτε κὰν ὁ και­ρός, ποὺ συμ­με­ρι­ζό­με­νος τὸν πό­νο μου, βαρὺς καὶ σκυ­θρωπὸς προ­μή­νυε κα­ται­γί­δα. Στὸ με­ταξὺ ἄρχι­σε νὰ ψι­χα­λί­ζει. Ἐκεῖνο τὸ σι­γανὸ ψι­χά­λι­σμα ποὺ σ’ ἐκνευ­ρί­ζει, κυ­ρί­ως ὅταν ὁδη­γεῖς. Τῆς ἔρρι­ξα πά­λι μιὰ φευ­γα­λέ­α μα­τιά. Ἦταν τε­λεί­ως ἀτη­μέ­λη­τη. Ἕνα φου­στά­κι τζήν, ἕνα βαμ­βα­κε­ρό ἄσπρο μπλου­ζά­κι καὶ τὰ μαλ­λιά της ξέ­πλε­κα, λυ­τά. Σὲ ποιὰν ἔκστα­ση ἐπά­νω, σὲ χορὸ μα­γικὸ μπορεῖ ἕνα τέ­τοιο πλά­σμα νὰ γεν­νή­θη­κε;… κι ἐγὼ ὁ τυ­χε­ρός ποὺ τό ‘χει δεῖ. Ἀπὸ μιὰ ἄπο­ψη, δὲν λέ­ω, ἤμουν τυ­χερὸς ποὺ τὴν γνώρι­σα κι ἂς τὴν ἔχα­να τώ­ρα, τὶς ἀνα­μνή­σεις κα­νέ­νας δὲν θὰ μοῦ τίς ἔπαιρ­νε, μὰ γιατὶ τὸ τρα­γού­δι νά ‘ναι λυ­πη­τε­ρό, στ’ αὐτιά μου στρι­φο­γύ­ρι­ζαν οἱ στί­χοι τοῦ δι­κοῦ μας, κα­τα­δι­κοῦ μας Πα­πά­ζο­γλου, ἀλλὰ δὲν τόλ­μη­σα νὰ μι­λή­σω.
Στὰ διό­δια τῶν Ἀφιδνῶν: «Ὄμορ­φα ἤτα­νε, πό­σα χρό­νια τρί­α, τέσ­σε­ρα;» ψι­θύ­ρι­σε. Δὲν ἦταν οὔτε δύ­ο χρό­νια καλὰ-κα­λά, ἀλλὰ δὲν ἤθε­λα νὰ τὴν δια­ψεύ­σω. —Γρα­νά­δα, ave Maria— καὶ τὰ σχε­τι­κά. Στὴν ἔξο­δο τῆς Κη­φι­σιᾶς θ’ ἀφή­να­με τὴν ἐθνι­κή. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ μοῦ ‘ρθε νὰ πα­ρα­τή­σω τὸ τι­μό­νι, νὰ χώ­σω τὰ δά­χτυλά μου στὰ ὑπέ­ρο­χα μαλ­λιά της καὶ νὰ τῆς φω­νά­ξω κα­τά­φα­τσα πὼς δὲν ἀντέ­χω ποὺ τὴν χά­νω. Πλη­σιά­ζα­με, πλη­σιά­ζα­με ἀφό­ρη­τα, ἐγὼ θὰ γύ­ρι­ζα ἀμέ­σως στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἐκεί­νη με­τα­κό­μι­ζε ὁρι­στι­κά στὴν Ἀθή­να.
—Time to say goodbye!— Βαλ­τός ἦταν κι αὐτός; Μᾶλλον ἐκεί­νη τὄβα­λε ἐπί­τη­δες, νὰ μὲ ἀπο­τρε­λά­νει: «Ὁ Pavarotti», εἶπα βια­στικὰ. Εἴχα­με φτά­σει. Βγῆκα νὰ τῆς ἀνοίξω τὴν πόρ­τα. Μοῦ ‘σφι­ξε τὸ χέ­ρι γλι­στρώ­ντας μου μὲ τρό­πο δύ­ο χαρ­το­νομί­σμα­τα. Ἔκα­να νὰ δια­μαρ­τυ­ρηθῶ. Ὄχι, του­λά­χι­στον ὄχι αὐτήν τήν τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Ἐξάλ­λου δὲν εἶχα πά­ρει ἄλλους ἐπι­βά­τες μὲ τὴν ἐλπί­δα, τὴν ὕστα­τη ἐλπί­δα νὰ μπο­ρέ­σω ἐπι­τέ­λους νὰ τῆς ἐκμυ­στη­ρευθῶ τὰ αἰσθή­μα­τά μου. Ὅμως γι’ αὐτήν δὲν ἤμου­να παρὰ ὁ κουλ­του­ριά­ρης τα­ξι­τζῆς, ποὺ τὴν πη­γαι­νο­έ­φερ­νε Θεσ­σα­λο­νί­κη-Ἀ­θήνα, του­λά­χι­στον μί­α φο­ρά τὴν ἑβδο­μά­δα. Μοῦ ‘σφι­ξε πά­λι τὸ χέ­ρι: «Τὰ ρέ­στα δι­κά σου», φώ­να­ξε φεύ­γο­ντας.

Το ταγκό

Το ταγκό είναι μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται, είπε.
Ειν' ένας καταδικασμένος έρωτας, μι' αγάπη απαγορευμένη.
Δυο βήματα μπροστά να φύγεις, να ξεφύγεις.
Ενδοιασμοί; Ένα: Γυρίζεις πίσω.
Ξανά δυο βήματα αποφασίζεις.
Νοσταλγία; Ενοχές;
Ένα βήμα στο χτες.
Αναποφάσιστα λικνίζεσαι κι έτσι ποτέ
σχεδόν δεν φτάνεις
κι όλο πονάς και διστάζεις
όταν χορεύεις ταγκό.







Από την ποιητική συλλογή:
"Απόπειρα τοπίου", Εκδ. Ερμείας, Αθήνα 1994